κριτής

κριτής
κρῐτ-ής, οῦ, , voc.
A

κριτή Hippon.118

: ([etym.] κρίνω):—judge, umpire, A.Supp.397, Hdt.3.160, etc.;

ἐν πέντε κριτῶν γούνασι κεῖται Epich.229

; κ. τῶν ἀληθῶν, opp. δοξαστής, Antipho 5.94; κριταὶ ἀπὸ τοῦ ἴσου, opp. ἀγωνισταί, Th.3.37;

τῶν . . λεγομένων μὴ κακοὺς κ. Id.1.120

;

κ. περί τινος Lys.16.21

, Pl.Phlb.65a; at Athens, usu. of the judges in the poetic contests, Ar.Ach.1224, Nu.1115, Av.445, cf. And.4.21; rarely, = δικαστής, Demad.3: so metaph. in Aeschin.3.232; πάντα τὰ στοιχεῖα κριτὴν εἴληφε, i. e. each element has found favour with some philosopher, Arist.de An.405b8, cf. Pol.1337a42; of the Judges of Israel, LXX Jd.2.16, al.; κ. δοθείς, = Lat. judex datus, POxy.1195.1 (ii A. D.); ἐπίλεκτος κ., = judex selectus, OGI567.10 (Attalia, ii A. D.).
2 κ. ἐνυπνίων interpreter of dreams, A.Pers.226.
II κριτάς· ὀδόντας, Hsch.; cf. κραντήρ.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κριτής — judge masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κριτής — ο (AM κριτής) [κρίνω] 1. αυτός που κρίνει και αποφασίζει ή αποφαίνεται για κάτι, δικαστής, διαιτητής, τεχνοκρίτης, πραγματογνώμονας κ.λπ. (α. «οι κριτές δυσκολεύτηκαν να επιλέξουν το καλύτερο τραγούδι» β. «ὁ τῆς δικαιοσύνης στέφανος... ὃν… …   Dictionary of Greek

  • κριτής — ο 1. αυτός που κρίνει, δικαστής. 2. διαιτητής, κριτής αγώνα, πραγματογνώμονας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κριτῆς — κριτός separated fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φίλων κριτὴς μὴ γίνου. — φίλων κριτὴς μὴ γίνου. См. Двое дерутся, третий не подходи …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Πετρώνιος ο Κριτής, Τίτος — (Titus Petronius Arbiter). Λατίνος συγγραφέας (1ος αι. μ.Χ.) που έζησε στην εποχή του Νέρωνα και υποχρεώθηκε να αυτοκτονήσει το 66 όταν αποκαλύφτηκε η συνωμοσία του Πίσωνα. Τις λιγοστές πληροφορίες που έχουμε για τη ζωή του, τις αντλούμε από ένα… …   Dictionary of Greek

  • κριταῖν — κριτής judge masc gen/dat dual κριτός separated fem gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κριταῖς — κριτής judge masc dat pl κριτός separated fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κριταῖσι — κριτής judge masc dat pl (epic ionic aeolic) κριτός separated fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κριταί — κριτής judge masc nom/voc pl κριτός separated fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κριτοῦ — κριτής judge masc gen sg κριτός separated masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”